Το λινάρι το σπέρναμε το φθινόπωρο. Μαζί με το σιτάρι. Όσο
ήθελε ο καθένας. Μια σποριά δυο σποριές. Μια πεζούλα
ας πούμε. Πάντως το σπέρναμε σε τόπο να μην είναι πολύ δυνατός. Γιατί μπούευε
κι έπεφτε (μεγάλωνε πολύ). Το λιπαίρναμε όπως και το γέννημα. Εκείνο ήθελε
καλύτερα φώσφορο. Δεν ήθελε αμμωνία. Την άνοιξη το βοτανίζαμε. Πολλές φορές
έβγανε λύκο. Άλλα χορτάρια δεν πολυέβγανε γιατί το λινάρι το σπέρναμε δασύ. Δεν
αδέρφωνε κείνο όπως το σιτάρι. (Ιδίως ο γκρινιάς αδέρφωνε, καυκαλύδωνε από
κάτου).
Όταν γινότανε, τέλος Μάη περίπου, μαζί με τα γεννήματα, το
βγάναμε ξεκωλωτό. Δεν το θερίζαμε. Γιατί το θέλαμε ολόκληρο. Εύκολα ξεκωλωνότανε
Δεν έκανε βαθιές ρίζες το λινάρι.
Το δέναμε μικρά δεματάκια. Όσο έπιανε η χούφτα μας. Δε
θυμάμαι. Αν το δέναμε με το ίδιο ή με σπάρτο. Πάντως δε βάναμε σκοινί. Όπως και
τα λιμάρια. Δεν είχαμε σκοινιά.
Αφού το δέναμε έτσι χεριές -χεριές, το αφήναμε να ξεραθεί καλά
στο χωράφι ή το παίρναμε από το χωράφι και το φέρναμε κοντά στο σπίτι, γιατί
πηγαίναμε μετά τα ζα να φάνε την καλαμιά
Όταν ξεραινότανε καλά το στουμπάγαμε για να βγάλουμε το
σπόρο (στρώναμε ένα πανί, απάνω βάναμε μια πέτρα και το στουμπάγαμε συνήθως με
τον κόπανο). Μετά το πηγαίναμε στη θάλασσα, στην άκρη, μπαίναμε με τα πόδια
μέσα και το πλακώναμε με πέτρες. Πολλοί το βάνανε στο ποτάμι, αλλά συνήθως στη
θάλασσα το βάναμε . Το αφήναμε να μαλακώσει και να βγαίνει η φλύδα, νομίζω 8
ημέρες.
Μετά το βγάναμε, το βάναμε πάλι στον ήλιο και στέγνωνε.
Έπρεπε να στεγνώσει καλά γιατί αλλιώς δε μαγγανιζότανε. Πολλές φορές που δεν
έκανε ήλιος, ανάβαμε το φούρνο και το βάναμε εκεί να στεγνώσει.
Μόλις ξεραινότανε πολύ καλά το βάναμε στο μαγγάνι. Το
μαγγάνι το φκιάναμε εμείς. Ήτανε δυο χοντρά ξύλα συνήθως από ξυλοκερατιά, που έχει σκληρό το ξύλο. Απάνου σκαλίζανε δόντια και
μετά τα στερεώνανε στη μια άκρη με ριζέλες για να ανοιγοκλείνει. Από κάτου
βάνανε και πόδια για να στέκεται. Φαντάσου δυο μεγάλες μασέλες, ξύλινες στερεωμένες με πόδια
στο χώμα.
Το στέναμε λοιπόν το μαγγάνι και κοπανάγαμε. Με το ένα χέρι
βάραγες και με το άλλο τράβαγες τη χεριά το λινάρι. Άιντε- άιντε σε όλο το
μάκρος. Έπιανες από τη μια άκρη και προχώραγες μέχρι την άλλη. Μέσα στο
μεσημέρι αυτό με τη ζέστη και το στόμα μας γινότανε φαρμάκι. Γιατί ανασαίναμε
το λινάρι και μετά η ανάσα κατέβαινε στο στόμα φαίνεται. Το θυμάμαι πόσο πικρό
ήταν το στόμα μας. Με το μαγγάνισμα βγάναμε και πετάγαμε το ξύλο. Στο χέρι μας
έμενε το καθαρό γνέμα έτσι μακρύ που ήτανε από την αρχή. Εκείνο το βάναμε κάπου
απλωτά. Δε τον ματζαβουλιάζαμε.
Μετά το λαναρίζαμε. Τα λανάρια ήτανε σαν σιδερένια χτένια
μεγάλα. Τα είχαμε πολλά χρόνια. Τώρα δεν ξέρω τι τα κάναμε. Στο σκολειό, θα είναι
και μαγγάνι και λανάρια, εκεί που τα έχουνε ούλα μαζωμένα, μουσείο τώρα το σκολειό που δεν έχει παιδιά.
Στα λανάρια απάνου, λοιπόν, έμενε η καλή ποιότητα
του λιναριού. Ήτανε ένα μαλακό γνέμα, σαν αυτό που βάνουμε τώρα και τυλίγουμε τις
βρύσες. Αυτό ήταν το στημόνι. Το άλλο το
άγριο, το χοντρό που έβγαινε από τα λανάρια και έπεφτε κάτω ή έμενε στα χέρια μας,
το βάναμε χώρια. Το λαναρισμένο λινάρι το κάναμε τουλούπες και το βάναμε στη
ρόκα. Μετά το γνέθαμε. Το καλό, το στημόνι, το γνέθαμε με το αδράχτι. Το άλλο,
το άγριο, το γνέθαμε με τη δρούγα. Με το στημόνι φτιάχναμε ποδιές, μαξιλάρια,
όμορφα πράγματα. Ήτανε λείο. Με το υφάδι, το άγριο δηλαδή, υφαίναμε κουπωτές,
λιόπανα και τέτοια.
Όταν το είχαμε γνέσει
και το είχαμε κάμει μεγάλες θηλιές, το ρίχναμε στο καζάνι και το βάφαμε. Διάφορα
χρώματα. Αλλά δεν έβαφε εύκολα. Τι τραβάγαμε...
Γι αυτό θα έχεις ακούσει να λένε.
Του λιναριού τα πάθη.
Κατίνα Γούλα.
Σημ. Στη φωτογραφία απεικονίζεται το μαγγάνι (αρχείο Αποστόλη Γαϊτάνη)