Καλώς ήρθατε


στο νοτιότερο άκρο της Μεσσηνίας, στο ακρωτήρι Ακρίτας...
οι συνταγές σαν κομμάτι ζωής όχι σαν δοσολογία υλικών θα μας ψιθυρίσουνε πώς ζούσανε τα χωριά μας πριν γίνουμε όλοι πρωτευουσιάνοι…

30 Δεκ 2020

σπάρτο

 

 

Το σπάρτο το κόβαμε με το δρεπάνι από χαμηλά μετά το θέρο. Τότε ήτανε τρυφερά τα σπάρτα γιατί τα κόβαμε κάθε χρόνο και δε μεγαλώνανε να ξεραθούνε όπως γίνεται τώρα.

Αφού το κόβαμε, το δέναμε ματσάκια με το ίδιο το σπάρτο και το βάναμε στη θάλασσα. Το πλακώναμε στην άκρη να το σκεπάζει η θάλασσα. Το αφήναμε έτσι οχτώ ημέρες και μετά το βγάναμε. Βρίσκαμε μια πέτρα, αγριωπή αμμουδέρα και έτσι όπως τα είχαμε ματσάκια μικρά, τα τρίβαμε να φύγει η πράσινη πέτσα. Μείνεσκε η κλωστή, το άσπρο από μέσα. Το φέρναμε τότε αυτό και το απλώναμε να στεγνώσει. Μετά τραβάγαμε το ξύλο (το εσωτερικό) και έμενε πια το μαλλί.

Αυτό το ξέναμε (το αναφουφουλιάζαμε ) και μετά το κάναμε τουλούμπα, το βάναμε στη ρόκα και το γνέθαμε με τη δρούγα.

Φτιάχναμε προικιά, λιόπανα, ράσινα, κουπωτές που τις στρώναμε αντί για σεντόνια – δεν είχαμε σεντόνια και σακιά σπάρτινα είχαμε για το αλεύρι. Τα στρώματα που κοιμόμαστε (αυτά που τα γεμίζαμε σάλμη, την αλλάζαμε κάθε χρόνο) και τα τσουβάλια τα φτιάναμε από λινάρι.

Το βάφαμε το σπάρτο κι έπαιρνε ένα ωραίο χρώμα. Όταν πέθανε η θεια Τασία αφήκανε τα κορίτσια δυο κουπωτές στον κάδο των σκουπιδιών. Μια τρανταφυλλιά και μια πράσινη. Την πράσινη την είχε μαργελώσει με τρανταφυλλί αζούρι και την τρανταφυλλιά με πράσινο.

Ο σκώρος δεν το τρώει το σπάρτο.

Αφήγηση: Κατίνα Γούλα, Κατίνα Κατσούλια, Βούλα Αλτάνη (καλοκαίρι 2020)

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου