Καλώς ήρθατε


στο νοτιότερο άκρο της Μεσσηνίας, στο ακρωτήρι Ακρίτας...
οι συνταγές σαν κομμάτι ζωής όχι σαν δοσολογία υλικών θα μας ψιθυρίσουνε πώς ζούσανε τα χωριά μας πριν γίνουμε όλοι πρωτευουσιάνοι…

Παραδοσιακή Διατροφή

Το Βασιλίτσι  και η εκκλησία του, ο Άγιος Βασίλειος
Η διατροφή των κατοίκων του Βασιλιτσίου μέχρι και τα τέλη της δεκαετίας του ' 60 περιοριζόταν σε μερικά βασικά φαγητά, που τα μαγείρευαν όλο το χρόνο, και ανάλογα με την εποχή παρουσίαζε διαφοροποιήσεις.
Συνήθως έτρωγαν καλό πρωινό πολύ νωρίς πριν φύγουνε για το χωράφι.
Αυτό περιλάμβανε, ανάλογα με τις εποχές, τηγανίτες με πετιμέζι, χυλό, γάλα (όσο είχανε οι γίδες και οι προβατίνες από τα μέσα του χειμώνα δηλαδή που γεννούσαν μέχρι την αρχή του καλοκαιριού) ψωμί με ελιές, καψαλιστό ψωμί (το χειμώνα), τηγανοψώματα.
Τα άλλα δύο φαγητά, μεσημεριανό συνήθως στο χωράφι και βραδινό στο σπίτι μόλις νύχτωνε, ήτανε κι αυτά επηρεαζόμενα από τις εποχές:
Έτσι το φθινόπωρο και το χειμώνα τρώγανε περισσότερα λαχανικά, δηλαδή ντολμάδες, σπανακόρυζο, πατάτες και κρεμμύδια μαγειρευτά, ενώ το βράδυ χόρτα, πίτες (κολοκυθόπιτα και χορτόπιτα) και παστά ψάρια (μπακαλιάρο και ρέγκες) ή τηγανίζανε κανένα ψιλό ψάρι.
Την άνοιξη τρώγανε πιο πολλά γαλακτοκομικά επειδή αρμέγανε τις γίδες και τις προβατίνες, που είχανε γεννήσει από το χειμώνα και είχανε μεγαλώσει αρκετά τα κατσικάκια (ή τα αρνάκια), ενώ φτιάχνανε και πολλά ζυμαρικά με τυρί (μακαρόνια, μπουκιές ή πλακοτηγανίτες) καθώς αυτά τα φαγητά επέβαλε η περίοδος των αποκριών.
Ακόμη την ίδια περίοδο σφάζανε το γουρούνι οι Βασιλιτσιώτες, έτσι τρώγανε και χοιρινό μαγειρευμένο με διάφορους τρόπους (είτε στο τηγάνι, είτε σούπα, είτε κρεατόπιτα).
Τέλος μαγειρεύανε και φρέσκα όσπρια που καλλιεργούσαν οι ίδιοι και τα μαζεύανε προς το τέλος της άνοιξης.
Το καλοκαίρι, που είχανε ντομάτες και κηπευτικά, τρώγανε φασόλια και περβολομεγέρεμα, γεμιστές ντομάτες, μελιτζάνες και λουλούδια, τριφτάδια και πιο πολλά φρούτα: σύκα, αχλάδια, σταφύλια.
Χυλοπίτες, τραχανάδες, μακαρόνια και καϊανά τρώγανε όλο το χρόνο.

Ιδιαίτερα ήτανε τα φαγητά τις Κυριακές και τις γιορτές.
Κατ’ αρχήν τις Κυριακές, επειδή όλοι πηγαίνανε νηστικοί στην εκκλησία δεν τρώγανε πρωινό.
 Έτσι όταν τελείωνε η λειτουργία γυρνούσανε πεινασμένοι στο σπίτι και τρώγανε κατά τις δέκα το μεσημεριανό τους – συνήθως κρέας – αν δεν ήταν νηστεία.
Τα Χριστούγεννα μαγειρεύανε συνήθως κοτόπουλο κοκκινιστό με μακαρόνια ή σούπα.
Την Πρωτοχρονιά, που ήταν και το πανηγύρι – ο πολιούχος του χωριού είναι ο Άγιος Βασίλειος και παλιά γιόρταζε όλο το χωριό με όργανα και χορούς – το κάθε σπίτι φρόντιζε να φτιάχνει ό,τι καλύτερο μπορούσε για να περιποιηθεί τους μουσαφίρηδες που ερχόντουσαν από τα γύρω χωριά.
Συνήθως μαγειρεύανε κρέας κατσίκι, που αγοράζανε από τον χασάπη ή φτιάχνανε γιαπράκια να «φτουρίσουνε».
Την Κρεατινή (τις πρώτες απόκριες) μαγειρεύανε επίσης κρέας.
Την Τυρινή (τη δεύτερη Κυριακή), φτιάχνανε μακαρόνια. «Την Τυρινή τρώγαμε το βράδυ όλοι στο σοφρά (χαμηλό τραπέζι) και όταν τελειώναμε το φαγητό σηκώναμε τρεις φορές το σοφρά λέγοντας:
Φάγατε; Φάγαμε! Χορτάσατε; Χορτάσαμε! Πάντα χορτασμένοι να είμαστε!
Ύστερα τα παιδιά παίζανε το αυγό.
Κρεμάγανε ένα σφιχτοβρασμένο αυγό στο τσιγγέλι – ή το κρατούσε ο αρχηγός, ο πατέρας συνήθως – και τα παιδιά μαζεμένα ένα γύρω, καθισμένα στα σκαμιά τους δένανε τα χεράκια πίσω και προσπαθούσανε να το πιάσουν το αυγό με το στόμα.
Αυτός που το έπιανε ήταν ο νικητής. Μετά το μοιραζόμαστε το αυγό».
Το Πάσχα τρώγανε κατσίκι συνήθως στο φούρνο με πατάτες και αγκινάρες ή μακαρονάδα.
Επίσης φτιάχνανε γαλόπιτα.
Στις ονομαστικές εορτές – οι επισκέψεις ξεκινούσαν μετά το σχόλασμα της εκκλησιάς, πήγαιναν όλοι να ευχηθούν και κανείς δεν έφερνε δώρο – προσφέρανε οι εορτάζοντες συνήθως λουκούμια ή κουραμπιέδες ή δίπλες.
Στους γάμους το μεγάλο γλέντι γινότανε στο σπίτι του γαμπρού που διαρκούσε τρεις μέρες – Σάββατο, Κυριακή και Δευτέρα – και όλα τα φαγητά ήταν πλούσια.
Τότε σφάζανε γίδες, ανάλογα με τα άτομα που έπρεπε να ταΐσουνε, και τις μαγείρευαν με συγκεκριμένους τρόπους
Έτσι το Σάββατο μαγείρευαν το κρέας της γίδας κοκκινιστό με μακαρόνια τα οποία τα έριχναν μέσα στο ζουμί.
Επίσης τηγάνιζαν τη συκωταριά και την πρόσφεραν στους προικολόγους, που έφερναν τα προικιά της νύφης. Αργά τη νύχτα μαγειρεύανε τον πατσά της γίδας.
Την Κυριακή το μεσημέρι μαγειρεύανε κομμάτια από τη γίδα στιφάδο και το βράδυ φτιάχνανε από το ίδιο κρέας, γιαχνί με πατάτες. (τηγανίζανε πρώτα τις πατάτες σε μεγάλα ταψιά και τις ρίχνανε μετά στο κρέας).
Τη Δευτέρα, που τελείωνε ο γάμος, γαμήλιο τραπέζι στρώνανε μόνο το μεσημέρι και φτιάχνανε σούπα.
Το ψωμί επίσης στους γάμους ήταν ιδιαίτερο γιατί το βάζανε στα ταψιά και το στολίζανε, φτιάχνανε δηλαδή τις κεντητές πίτες. Κεντούσανε μία πίτα για τον κουμπάρο και δυο τρεις άλλες για το τραπέζι. Ακόμη, ετοιμάζανε κατά το έθιμο την κουλούρα, ένα στρογγυλό ψωμί με τρύπα στη μέση, που το τραβούσανε οι νεόνυμφοι την ώρα που μπαίνανε μέσα στο σπίτι του γαμπρού με τους αγκώνες τους μέχρι να το κόψουνε στα δυο.
Συνήθως βέβαια οι γυναίκες είχαν κάνει προηγουμένως μια χαρακιά για να διευκολύνουν το συμβολικό αυτό αγώνισμα του ζευγαριού.
Τα υπόλοιπα ψωμιά που συνοδεύανε το φαγητό στο τραπέζι του γάμου ήταν απλά.
Για γλυκά στους γάμους προσφέρανε δίπλες.
Στα πανηγύρια, το πιο συνηθισμένο φαγητό ήταν το γουρουνόπουλο ψητό στη σούβλα, γιατί «φτουρούσε» και μπορούσανε να χορτάσουνε πολλά άτομα.
Το γουρουνόπουλο το έψηνε ο χασάπης και το πουλούσε στο μέρος που γινότανε το πανηγύρι.
Ο κόσμος αγόραζε λίγο «ψητό» και το έτρωγε εκεί στην εξοχή με ψωμί και τυρί.
Πουλούσανε επίσης στα πανηγύρια και παστέλια.
Στις κηδείες σφάζανε κατσίκι ή γίδα και μαγειρεύανε το κρέας τους με μακαρόνια.
Αν ήταν νηστεία βάζανε χταπόδι ξερό με κοφτό μακαρονάκι.
Καθόντουσαν όλοι στο τραπέζι της παρηγοριάς που γινότανε βέβαια στο σπίτι του νεκρού, για να συμπαρασταθούν στο πένθος.
Στις κηδείες αλλά και στα μνημόσυνα επίσης φτιάχνανε κόλλυβα και λαγάνα που τα μοιράζανε σε όλο το χωριό.

Η διατροφή επίσης των Βασιλιτσιωτών διαμορφωνόταν σε μεγάλο βαθμό από τη νηστεία που ήταν καθολική.
Έτσι κάθε Τετάρτη και Παρασκευή όλες οι οικογένειες μαγείρευαν οπωσδήποτε κάποιο νηστίσιμο φαγητό αφού δεν επιτρεπότανε κρέας, ψάρι, αυγά και γαλακτοκομικά.
Επίσης τηρούσανε και όλες τις άλλες νηστείες της ορθόδοξης εκκλησίας.
Δηλαδή:
Το Σαραντάημερο (από 14 Νοεμβρίου μέχρι τα Χριστούγεννα) δεν τρώγανε κρέας, αυγά και γαλακτοκομικά.
Σ’ αυτή τη νηστεία μαγειρεύανε νηστίσιμα και ψαρικά.
Τη Μεγάλη Σαρακοστή (από την Καθαρά Δευτέρα μέχρι το Πάσχα) είχαν επίσης γενική νηστεία – την Καθαρή και τη Μεγάλη εβδομάδα δεν επιτρεπότανε ούτε λάδι – τρώγανε νηστίσιμα φαγητά και επίσης καλαμάρια, χταπόδια, ταραμά και χαλβά.
Κατά τη νηστεία των Αγίων Αποστόλων, κινητή νηστεία χωρίς σταθερό αριθμό ημερών, τρώγανε νηστίσιμα και ψάρια, που επιτρέπονται και
Τη νηστεία του Δεκαπενταύγουστου τέλος, νήστευαν ακόμα και το λάδι, εκτός Σαββάτου και Κυριακής.
Τις ημέρες που νήστευαν και το λάδι, μαγείρευαν μερικά φαγητά, εντελώς ανάλαδα, όπως:
Ζυμαρικό (μανεστρικό), συνήθως στη νηστεία του δεκαπενταύγουστου, που υπάρχει φρέσκια ντομάτα
Φακές
Ρύζι με αγκινάρες
Πατάτες και αγκινάρες ξινάδα

Το παράδοξο είναι ότι στο Βασιλίτσι όταν νηστεύουν το λάδι τρώνε τις χοντρολιές, αλλά και τις ψιλές ελιές που τις θεωρούν πιο "νηστίσιμες".

Κρέας
Κρέας τρώγανε λίγο στο χωριό και αυτό μόνο συγκεκριμένες ημέρες, όπως τις Κυριακές (που δεν πέφτανε σε νηστεία), τα Χριστούγεννα, το Πάσχα και τις μεγάλες γιορτές.
Όσο για το είδος του κρέατος ήταν κι αυτό συγκεκριμένο.
Συνήθως μαγειρεύανε κατσίκι, που το αγοράζανε από τον χασάπη ή σε εξαιρετικές περιπτώσεις όπως σε γάμους, σφάζανε γίδες.
Να σημειώσουμε ότι ιδιαίτερα νόστιμο κρέας είναι το σχιζιώτικο, από τα αγριοκάτσικα που βόσκουν ακόμα και σήμερα ελεύθερα στη Σχίζα.
Επίσης τρώγανε κοτόπουλο (κόκορα, κότα) που ήταν κι αυτό παραγωγής τους αλλά όχι συχνά – τις χρειαζόντουσαν τις κότες για τα αυγά.
Εκτός όμως από αυτά – κατσίκια, γίδες και κότες – όλες οι οικογένειες στο χωριό θρέφανε το γουρούνι τους για να εξασφαλίσουν το χοιρινό κρέας της χρονιάς.
Αυτό, το γουρούνι, το αγοράζανε το αργότερο στο πανηγύρι στα Καντιάνικα (Νέα Κορώνη) – που γινότανε και συνεχίζει να γίνεται στις 8 Σεπτεμβρίου – και το ταΐζανε, συνήθως με αποφάγια που τα ρίχνανε στον «κορίτο» (πέτρινη γούρνα), μέχρι το Φεβρουάριο περίπου – ανάλογα πότε ήταν οι απόκριες – οπότε και το σφάζανε.
Μ’ αυτό το κρέας φτιάχνανε λουκάνικα και παστό για να τα έχουνε όλο το χρόνο και να τα τρώνε την περίοδο που δεν είναι νηστεία σαν μεζέ μαζί πάντοτε με το κυρίως φαγητό ή για να «ξεντροπιάζονται» όταν είχανε επισκέπτες.
Το σφάξιμο του γουρουνιού αποτελούσε μεγάλο γεγονός για το χωριό.
Τα γουρουνοσφαξίματα, όπως τα λέγανε γινόντουσαν όταν άνοιγε το Τριώδιο, τη Δευτέρα το πρωί. Όσοι έχουν γεννηθεί στο χωριό πριν το ’70 πρέπει να θυμούνται τις σπαρακτικές κραυγές, που ακουγόντουσαν από όλα τα σημεία του χωριού και μας ξυπνούσανε εκείνη τη συγκεκριμένη Δευτέρα.
«Μαζευόντανε τρεις -τέσσερις παρέα και σφάζανε το γουρούνι πρώτα στο σπίτι του ενού μετά στου αλλουνού.
Μόλις το σφάζανε αμέσως βγάνανε το καρύτζαφλα (είναι ο λαιμός του γουρουνιού), τονε χαράζανε σταυρωτά, τονε βάναμε στα κάρβουνα και τον ψήναμε.
Μέχρι να το μαδήσουμε το γουρούνι γινότανε ο καρύτζαφλας τον κόβανε μπουκιές ρίχναμε λεμόνι και τον τρώγανε.
Μετά τηγανίζανε το συκώτι.
Η κάθε παρέα τρώγανε πίνανε και όποιος ήθελε τραγούδαγε.
Οι γυναίκες πέρνανε τα άντερα και πααίνανε στο ποτάμι και τα πλένανε.
Γυρίζανε πίσω και φτιάνανε τις οματιές» (Νικολέτα Γούλα)
Τίποτα δεν πήγαινε χαμένο από το χοιρινό.
Εκτός από τον καρίτζαφλα, τα παιδιά φουσκώνανε και παίζανε με τη φούσκα (την κύστη).
«Μια χρονιά ο παππούλης μου, πώς έκαμε και την έσπασε τη φούσκα.
Πατάου εγώ τα κλάιματα. Με παίρνει τότε ο μπάρμπας μου ο Νιόνιος, ζούσε τότε ακόμα, σώπα, μου λέει μη κλαις. Θα πάμε κειπέρα στο δικό μου το σπίτι θα σφάξουμε το δικό μας γουρούνι που είναι θηλυκό και έχει μεγαλύτερη φούσκα.
Με πήρε από το χέρι και με πήγε στο σπίτι του.
Πράγματι περίμενα και κείνη η φούσκα ήτανε πολύ μεγάλη. Μου τη φουσκώσανε και μόλις την είδα και μου τη δώκανε, μώρωξα» (Χρίστος Γούλας)

Με τα χοντρά έντερα φτιάχνανε την οματιά, ενώ με τα υπόλοιπα κάνανε λουκάνικα.
Με το κρέας επίσης, αφού γεμίζανε τα λουκάνικα, κάνανε το παστό.
Δηλαδή αλατίζανε το κρέας με χοντρό αλάτι για να μη χαλάσει και το φυλάγανε στο κατώι μέχρι την Πέμπτη της επόμενης εβδομάδας (Τσικνοπέμπτη), οπότε το λιώνανε (το βράζανε) στα καζάνια.
 «Γι αυτό ονομάστηκε η Πέμπτη εκείνη Τσικνοπέμπτη.
Επειδή βράζανε το παστό και το περνάγανε μετά από το τηγάνι. Και απλωνότανε η τσίκνα σ’ όλο το χωριό» (Χρίστος Γούλας).
Αυτές τις δυο εβδομάδες που είχανε το χοιρινό σφαγμένο στο σπίτι και πριν το «λιώσουνε» (το παστώσουνε), οι Βασιλιτσιώτες τρώγανε ίσως το περισσότερο κρέας της χρονιάς.
Το φτιάχνανε τηγανιτό με κρασί, βράζανε τα κόκαλα και κάνανε νοστιμότατη σούπα, ενώ μερικές νοικοκυρές φτιάχνανε και κρεατόπιτες.

Άλλο είδος κρέατος ήταν το Κυνήγι, που υπήρχε άφθονο την περίοδο του φθινοπώρου, καθώς η περιοχή αποτελεί πέρασμα των αποδημητικών πουλιών για τα θερμότερα κλίματα.
Έτσι οι κυνηγοί, που διαθέτανε όπλο χτυπούσανε ορτύκια, τρυγόνια, πέρδικες και ρουλιά.
Πολλοί όμως πιάνανε πουλιά και με την κουκουβαλιά (απόχη), πριν αυτή απαγορευτεί. «απ’ όταν έγινε απαραίτητη η άδεια κυνηγιού σταματήσαμε να βγαίνουμε τη νύχτα με την κουκουβαλιά».
Επίσης κυνηγούσαν και λαγούς.

Κηπευτικά
Κολοκυθοανθοί
Κολοκυθοανθοί (Λουλουδάκια)
Γλυκοκολόκυθο
Γλυκοκολόκυθο
Τα κηπευτικά τους οι Βασιλιτσιώτες (φασόλια, ντομάτες, μελιτζάνες, μπάμιες, κολοκύθια, αγκινάρες, κλπ) τα καλλιεργούσανε σε μικρά περιβόλια που ποτίζανε από τα πηγάδια, εκτός από αυτούς που διαθέτανε χωράφι κοντά στις πηγές του χωριού.
Τέτοιες πηγές ήτανε στη Φανερωμένη, στην Κάλαντη, στον Αη- Νικόλα, στη Ματαριάδα και στου Αη –Γιώργη το ρέμα, στη Σέλιτσα.
Άλλοτε φυτεύανε και ξερικά. «Το ξερικό φυτεύεται σε καινούριο χωράφι δουλεμένο και σκαμμένο βαθιά και καλά.
Όταν φυτεύουμε τη ντομάτα για παράδειγμα, ανοίγουμε βαθιά γούβα, την ποτίζουμε και την παραχώνουμε. Μέχρι να έρθει στην επιφάνεια την παραχώνουμε.
Μερικές φορές μπορεί και να την κουρβουλιάσεις λιγάκι, να κάνεις ένα μικρό βουναλάκι» (Χρίστος Γούλας).
Επίσης φυτεύανε πατάτες, κρεμμύδια και σκόρδα.
Άγρια αγκινάρα
Άγρια αγκινάρα

Ήμερη αγκινάρα
Ήμερη αγκινάρα
Οι αγκινάρες που καλλιεργούν στο χωριό είναι δυο ειδών. 
Αυτές που τις λένε άγριες με τα αγκάθια και τα σκληρά φύλλα που θεωρούνται και οι πιο νόστιμες, και οι ήμερες χωρίς αγκάθια με μαλακά φύλλα και λίγο πιο γκριζοπράσινο χρώμα. 
Τις φυτεύουν συνήθως στις άκρες του κήπου κοντά στο φράχτη – οι άγριες αγκινάρες αποτελούν από μόνες τους ωραιότατο φράχτη – και φουντώνουν κάθε άνοιξη. 
Το καλοκαίρι ξεραίνονται.
Τα κεφάλια της αγκιναριάς τα αφήνουν να ωριμάσουν, να μεγαλώσουν δηλαδή αρκετά αλλά να μη «ξεσταχυάσουν» γιατί τότε σκληραίνει η ψίχα τους και δεν είναι καλές. 
Οι παραγινωμένες αγκινάρες έχουν στο εσωτερικό τους αντί για πράσινα ανοιχτά φυλλαράκια τρυφερά, κάτι μωβ φύλλα.
 Σαλάτες δεν τρώγανε με τη σημερινή μορφή.
Οι σαλάτες αποτελούσαν κυρίως γεύματα.
Έτσι τα χόρτα τα τρώγανε για βραδινό συνήθως με λάδι και ψωμί.
Όπως επίσης και τη ντοματοσαλάτα.
Ακόμη άλλη σαλάτα ήτανε η πορτοκαλοσαλάτα δηλαδή πορτοκάλι κομμένο κομμάτια με λάδι και λίγο αλάτι, που το τρώγανε με ψωμί και τυρί.

Όσπρια
«Τα όσπρια εμείς στο σπίτι μας τα τρώγαμε την άνοιξη και το καλοκαίρι.
Τότε που τα μαζώναμε. Μαγερεύαμε και τον άλλο καιρό, αλλά πιο πολύ τότε τα φκιάναμε.
Το χειμώνα τρώγαμε τα φασόλια που τα αγοράζαμε.
Σπέρναμε φακή, ρεβύθια, κοτσύρια, μπίζια, και λούπινα.
Τα θερίζαμε μαζί με τα σιτάρια. Τα κόβαμε έτσι όπως ήτανε με τις κλάρες ή τα ξεριζώναμε και τα αφήναμε πάνω στο ραβδιστόπανο να σκάσουνε.
Όταν ξεραινόντανε, μία -μία κλάρα τη στουμπάγαμε με τον κόπανο, το μεσημέρι να καίει ο ήλιος. Βρίσκαμε μια πέτρα, βάναμε πάνου την κλάρα και στουμπάγαμε μες τον ήλιο!
Μετά λυχνάγαμε τον καρπό να φύγουνε τα φλούδια και τα φύλλα, τα περνάγαμε από το κόσκινο και τα βάναμε στη σακούλα. Πάνινη σακούλα και δροσιά θέλανε γιατί πιάνανε μπουμπουέρια».
(Κατίνα και Χρίστος Γούλας)

Ψαρικά
ψαρικά

Ψαράδες Βασιλιτσιώτες ήταν ελάχιστοι.
Παρόλο που δεν είναι μακριά η θάλασσα όμως δεν είχαν καλές σχέσεις μάλλον μαζί της.
Έτσι, μιας και δε υπήρχαν ψυγεία (ούτε κατεψυγμένα προϊόντα) ούτε μεταφορικά μέσα ανεπτυγμένα, ψάρια αγοράζανε από τον ψαρά που ερχότανε κάπου-κάπου από τη γειτονική Κορώνη.
Έφερνε ψιλά ψάρια μαρίδες και γόπες.
Επίσης τρώγανε μπακαλιάρο παστό που τον ξαρμυρίζανε και τον μαγειρεύανε με διάφορους τρόπους, ρέγκα ψητή, σαρδέλες παστές, ξερό χταπόδι και κονσέρβες καλαμάρια ή σκουμπρί.
Επίσης τρώγανε πεταλίδες που μαζεύανε από τα βράχια της θάλασσας.
«Κολυμπούσανε τα πρόβατα και μαζεύανε πεταλίδες.
Συνήθως την Άνοιξη, τη Μεγάλη Σαρακοστή. Τρώγονται ωμές.
Τις βγάζεις από το κόκαλό τους και τις τρως. Αν έχεις πολλές τις μαγερεύεις.
Τηγανητές με αυγά ή γιαχνί» (Κατίνα Γούλα)
«Τους αχινούς τους μαζεύανε τη Σαρακοστή. Πάντως να είναι Πανσέληνος είναι πιο καλοί.
Τρώγονται ωμοί. Τους ανοίγεις με το μαχαίρι.
Άμα θέλεις τους βάνεις και στο πιάτο τους ρίνεις λεμόνι και λαδάκι» (Διονύσης Κατσούλιας)

Τροφές του βουνού
μανιτάρια κουμαρίτια
κουμαρίτια
μανιτάρια γαλατσίτες
γαλατσίτες
μανιτάρια ορνιθίτια
ορνιθίτια
σπαράγγια
σπαράγγια
τζοχός
τζοχός
χοντρολάχανο
χοντρολάχανο
λαψάνα
λαψάνα
λαδάκι
λαδάκι
καυκαλίδα
καυκαλίδα
ασπροπικρίδα
ασπροπικρίδα
Τα λάχανα (άγρια χόρτα), οι βολβοί, τα μανιτάρια, οι οβριές και τα σπαράγγια είναι προϊόντα που οι Βασιλιτσιώτες ακόμη και τώρα τα μαζεύουν από τη γη σαν τους τροφοσυλλέκτες.
Μετά τις πρώτες βροχές και όλο το χειμώνα, μαζεύουν λάχανα (χόρτα) διάφορα όπως ραδίκια, τζοχούς, λαδάκια κλπ. που τα βρίσκουν σχεδόν παντού, μόνο που τώρα πρέπει να είναι σίγουροι ότι δεν έχει ρεντιστεί (ψεκαστεί) το χωράφι με φυτοφάρμακο.
Στα χωράφια τους επίσης, σε μέρη που οι ίδιοι γνωρίζουν αλλά και στις ρεματιές, την Άνοιξη βρίσκουν οβριές και άγρια σπαράγγια.
Το πιο εξαιρετικό όμως φαγώσιμο, από όσα φυτρώνουν ελεύθερα στην περιοχή, είναι τα μανιτάρια του βουνού.
Εμφανίζονται μετά τις πολλές βροχές, το χειμώνα και για το κυνήγι τους χρειάζεται εμπειρία και ικανότητα. Δεν βρίσκουν όλοι μανιτάρια και κυρίως ελάχιστοι ξέρουν πού θα ανακαλύψουν το βασιλιά των μανιταριών το ορνιθίτι.
Αυτοί οι τελευταίοι πάνε μόνοι τους κρυφά και δε μαρτυράνε τις κρυψώνες.
Η γοητεία και η χαρά είναι να βρίσκουν φυτρωμένα τα ορνιθίτια στο υγρό χώμα κάτω από τις φυλλωσιές. Γυρίζουνε συνήθως περήφανοι καμαρώνοντας για την συγκομιδή τους.
Τα μανιτάρια που μαζεύουν οι έμπειροι στο χωριό είναι μόνο πέντε είδη: Τα καλύτερα θεωρούνται τα ορνιθίτια που είναι μεγάλα σχεδόν λευκά (μοιάζουν λίγο με πλευρώτους, πολύ πιο νόστιμα όμως). Επίσης νόστιμα και δημοφιλή είναι τα κουμαρίτια πιο μικρά και κάπως σκουρόχρωμα, που φυτρώνουν κάτω από τις κουμαριές.
Τρώγονται ακόμα και οι γαλατσίτες που είναι όμως κάπως πικρές και δεν θεωρούνται εξαιρετικό έδεσμα. Ακόμη τρώγονται οι γουργουλιάνες και τα αυτάκια.
 Όσο για τα σαλιγκάρια αυτά τα μαζεύουνε με τα πρωτοβρόχια πρωί-πρωί σε πολλά χωράφια όπως τον Κούκουρα.

Αυγά και Γαλακτοκομικά
αυγά

φωτ. τα χωριάτικα αυγά είναι σε διάφορες αποχρώσεις, συχνά λερωμένα και σε διαφορετικά μεγέθη (αυγοζύγης λέγεται αυτός που μετράει και το γραμμάριο)

Όπως το αλεύρι, έτσι και τα προϊόντα που δίνανε οι κότες και τα γιδοπρόβατα ήταν αποκλειστικά δικής τους παραγωγής.
Όλες οι οικογένειες του χωριού είχαν τις δικές τους κότες και τις δικές τους γίδες.
Από αυτές παίρνανε τα αυγά, το κρέας, το γάλα, καθώς και όλα τα προϊόντα που παρασκευάζανε με αυτές τις πρώτες ύλες.
Έτσι κάθε οικογένεια φρόντιζε να ανανεώνει με καινούρια κλωσόπουλα το κοτέτσι, βάζοντας κλώσες πολλές φορές το χρόνο, όποτε αυτές «καθόντουσαν», αλλά κυρίως το χειμώνα, «η καλή νοικοκυρά το Γενάρη με πουλιά», ενώ το καλοκαίρι, αγωνιούσαν μέχρι να «πάρουν» (να γονιμοποιηθούν) οι γίδες και οι προβατίνες για να γεννήσουν το χειμώνα τα καινούρια κατσικάκια και προβατάκια.
Γι αυτό παρατηρούσανε με προσοχή πότε «ζητάνε» (μαρκαλιέται η γίδα, ακούγαμε να λένε) και τότε τις πηγαίνανε στον ανάλογο επιβήτορα και περιμένανε μέχρι να σιγουρευτούν ότι η γίδα ή η προβατίνα «έστησε» ή "πήρε", όπως λέγανε επίσης.
Βέβαια οι περισσότερες οικογένειες είχαν και μια αγελάδα όμως δεν έπιναν το γάλα της.
Την πρόσεχαν πολύ, την πηγαίνανε να βοσκήσει τρυφερά χορτάρια και φροντίζανε να «πάρει» κι αυτή για να γεννήσει το μοσχαράκι που θα το πουλούσανε – στο πανηγύρι στα Καντιάνικα (Νέα Κορώνη) συνήθως – και θα εξασφάλιζαν λίγα παραπάνω χρήματα για τις ανάγκες τους.
Επίσης την αγελάδα την χρειαζόντουσαν για να οργώνουν τα χωράφια.
Αυτή τη δουλειά αν δεν είχαν αγελάδα την έκαναν με δυο γαϊδούρια.
Πάντως με το γάλα που το αρμέγανε πρωί και βράδυ, φτιάχνανε κυρίως το τυρί και τις μυτζήθρες. Επίσης στην αρχή του καλοκαιριού φτιάχνανε χυλοπίτες και τραχανάδες.
Το κορκοφίγκι, οι γαλόπιτες και το γιαούρτι ήταν για εξαιρετικές περιπτώσεις.
Τα αυγά τα καταναλώνανε με φειδώ όλο το χρόνο: βραστά, τηγανητά ή στο φαγητό, αλλά και για να φτιάξουν χυλοπίτες και γλυκά όπως οι δίπλες.

Ψωμί και προϊόντα ζύμης
Για το ψωμί όπως και για όλα τα προϊόντα ζύμης και τα ζυμαρικά, οι Βασιλιτσιώτες χρησιμοποιούσαν δικό τους σιτάρι που το σπέρνανε στα χωράφια τους – τα καλύτερα σιταροχώραφα ήτανε στη Σέλιτσα – και το αλέθανε στο νερόμυλο της Φανερωμένης – που ανήκε στην οικογένεια των Μαραντογιαννακέων.
Πολλά από τα παραδοσιακά φαγητά παρασκευάζονταν από αλεύρι, η βάση όμως της διατροφής ήταν το ψωμί.
Όπως σε όλες τις αγροτικές κοινωνίες έτσι και οι Βασιλιτσιώτες το σεβόντουσαν πολύ το ψωμί. Χαρακτηριστικά, προτού κόψουνε το καρβέλι το σταυρώνανε, ποτέ δεν πετάγανε ένα κομμάτι ψωμί, ακόμη και αν έπεφτε κάτω το καθαρίζανε, το φυσάγανε και το τρώγανε.
 Ήταν αμαρτία να πετάξουνε το ψωμί. Ακόμα και μουχλιασμένο το τρώγανε.
Μάλιστα λέγανε πως αν δε φας μουχλιασμένο ψωμί δεν πλουτίζεις.
Το ψωμί το τρώγανε σκέτο («ψωμί με ψωμί»), με ελιές, με κρεμμύδι, με λάδι και ρίγανη, βρεγμένο με κρασί (ή νερό) και πασπαλισμένο με ζάχαρη.
Στην καλύτερη περίπτωση το συνοδεύανε με τυρί.
Συνηθισμένη τροφή των παιδιών ήτανε η λαδωτή φέτα όλο τον καιρό και το καλοκαίρι, που υπήρχαν ντομάτες, η ριγανάδα.

Γλυκά
Στα σπίτια για κέρασμα πρόσφεραν λουκούμια, βανίλια – υποβρύχιο, γλυκό του κουταλιού, παστέλι, κουραμπιέ και δίπλες.
Τα γλυκά ήτανε λιγοστά.
Φτιάχνανε γλυκά του κουταλιού σταφύλι και κυδώνι, και κάποια άλλα με βάση το αλεύρι και τη ζάχαρη ή το μέλι.
Το πιο φημισμένο βέβαια γλυκό της περιοχής είναι οι δίπλες, που συνεχίζουν ακόμα και σήμερα να τις φτιάχνουν στο χωριό με κάθε ευκαιρία. Είναι το γλυκό των γάμων και της χαράς.
«Όπως διπλώνει το φύλλο, να διπλώσουν οι χαρές», εύχονται τρώγοντας το εξαιρετικό γλυκό.
  
Φρούτα
Φρούτα στο χωριό είχανε όσα μπορούσαν να καλλιεργήσουν. Έτσι υπήρχαν άφθονα σταφύλια, σύκα, αχλάδια και φραγκόσυκα, ενώ κυδώνια, ρόδια, μούσμουλα, μήλα (πράσινα μικρά) και πορτοκάλια ήτανε λιγοστά.
  
Ξηροί καρποί
Από ξηρούς καρπούς είχανε αμύγδαλα και λίγα καρύδια. Επίσης ξέραιναν τα σύκα και τα έτρωγαν όλο τον καιρό και ακόμη σταφίδα που ήταν παραγωγή των περισσοτέρων.

Ροφήματα
Το συνηθισμένο ρόφημα ήτανε η ασφάκα (φασκόμηλο), τσάι μανιάτικο (αγορασμένο από τα Καντιάνικα) το χαμομήλι και διάφορα φαρμακευτικά βότανα (έσοβα, σκορπιδόχορτο, δεντρολίβανο), ενώ καφέ ψήνανε στα καφενεία.

Μαστίχα (τσίχλες)
Ένα άλλο προϊόν που αξίζει να σημειώσουμε εδώ ήταν η μαστίχα που μασούσανε κυρίως τα παιδιά (τσίχλα). Αυτή τη μαζεύανε από τα κολάγκαθα, στα οποία βγαίνει σαν σταγόνα στο κέντρο του αγκαθιού το καλοκαίρι.
Πηγαίνανε τα παιδιά κόβανε την καρδιά του αγκαθιού και ύστερα από δυο τρεις μέρες ξαναπερνούσανε και μαζεύανε τις σταγόνες που είχε στάξει το φυτό.
Την καθαρίζανε την μαστίχα από τα αγκάθια και όταν συγκεντρώνανε πολλές σταγόνες μαζί τη μασούσανε σαν τσίχλα.
Όταν πηγαίνανε για ύπνο ή κουραζόντουσαν να μασάνε, την κολλούσανε κάπου (συχνά πίσω από την πόρτα) και την άλλη μέρα την ξαναμασούσαν.